πεποίηκε

πεποίηκε
ποιέω
make
perf imperat act 2nd sg
ποιέω
make
perf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεποίηκ' — πεποίηκα , ποιέω make perf ind act 1st sg πεποίηκε , ποιέω make perf imperat act 2nd sg πεποίηκε , ποιέω make perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεποίηχ' — πεποίηκα , ποιέω make perf ind act 1st sg πεποίηκε , ποιέω make perf imperat act 2nd sg πεποίηκε , ποιέω make perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANNIBAL — I. ANNIBAL Carthaginensium Dux, Amilcaris fil. quem adhuc impuberem iureiurandô ante aras pater astrinxisle fertur, ut quam primum per aetatem liceret, arma contra Romanos sumeret. Sil. Ital. l. 1. v. 104. Olli permulcens genitor caput, oscula… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RHADAMANTHUS — Iovis ex Europa fil. Rex Lyciae, qui quod severus fuerit iustitiae minister, finguitur a poetis apod in feros nocentum culpas explorare. Virgil. Aen. l. 6. v. 566. Gnosius haec Rhadamanthus habet durissima regna, Castigatque auditque dolos,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …   Dictionary of Greek

  • πρόσχυση — η / πρόσχυσις, ύσεως, ΝΑ [προσχέω] το χύσιμο πάνω σε κάτι, επίχυση («πίστει πεποίηκε τὸ πάσχα καὶ τὴν πρόσχυσιν τοῡ αἵματος», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • ψυγμός — (I) ὁ, Α [ψύχω (Ι)] 1. τόπος κατάλληλος για ξήρανση («ἐβάσταζον ἡμῶν θήκας λαχανοσπέρμου εἰς ἕτερον ψυγμόν», πάπ.) 2. (ιδίως) μέρος κατάλληλο για το στέγνωμα διχτιών («ψυγμός σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ θαλάσσης», ΠΔ). (II) και ψυχμός, ὁ, Α [ψύχω (II)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”